Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ποινά ποία

См. также в других словарях:

  • ποινά — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) πόα, ποία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολη θεωρείται η σύνδεση τού τ. ποινά με τη λ. πόα / ποία, εκτός εάν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ. αντί ποιFᾱ. Απίθανη εξάλλου θεωρείται η υπόθεση ότι ο τ. σχηματίστηκε από συμφυρμό τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»